- κούγκαρ
- τοζωολ. άλλη ονομασία τού πούμα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. couguar (με επίδραση τού jaquar) < cucuarana «είδος ελαφιού», τής γλώσσας τών ιθαγενών Τούπι τής Νότιας Αμερικής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.